- έμβαθμος
- ἔμβαθμος, -ον (Μ)αυτός που επίσημα κατέχει μια θέσηως ουσ. τακτικός δικαστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμπρατος — ἔμπρατος, ον (Μ) αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα ή ασκεί κάποια εξουσία πραγματικά και όχι με ψιλό τίτλο, κυρίως για δικαστές, αλλιώς έμβαθμος («ἔμβαθμος δικαστής», «ἔμβαθμον δικαστήριον», «έμβαθμοι ὕπατοι») … Dictionary of Greek